φιλαφροδισία

φιλαφροδισία
η, ΝΜ
έντονη επιθυμία για αφροδισιακές ηδονές, για σαρκικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *φιλαφρόδιτος (< φιλ(ο)-* + Ἀφροδίτη), πρβλ. επ-αφροδισία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”